αναμιγή

αναμιγή
η (Μ ἀναμιγή)
νεοελλ.
ελαφρός θόρυβος, αναταραχή
μσν.
ανάμιξη, ανακάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμίγω < αρχ. ἀναμιγνύω (πρβλ. αναλάμπω-αναλαμπή).
ΠΑΡ. αναμιγίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναμιγῇ — ἀναμίγνυμι mix up aor subj pass 3rd sg ἀναμῑγῇ , ἀναμίγνυμι mix up aor subj pass 3rd sg ἀναμιγή mixture fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμιγίζω — [αναμιγή] 1. προξενώ ταραχή και σύγχυση, ταράζω, ενοχλώ 2. δέρνω, χτυπώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἀναμιγῆς — ἀναμιγή mixture fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμιγήν — ἀναμιγή mixture fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • ἀναμιγῇς — ἀναμίγνυμι mix up aor subj pass 2nd sg ἀναμῑγῇς , ἀναμίγνυμι mix up aor subj pass 2nd sg ἀναμιγή mixture fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”